βρομερός — ή, ό 1. δύσοσμος 2. γεμάτος βρόμα, ακάθαρτος 3. ανήθικος, αχρείος … Dictionary of Greek
Βρομεροῦ — Βρομερός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομερότητα — η [βρομερός] 1. το να είναι κανείς βρομερός, ακάθαρτος 2. ανηθικότητα, αισχρότητα … Dictionary of Greek
έμβρωμος — ἔμβρωμος, ον (Α) δυσώδης, βρομερός … Dictionary of Greek
αρδαλώ — ἀρδαλῶ ( όω) (Α) 1. λερώνω 2. απλώνω ένα έμπλαστρο 3. (παθ. μτχ.) ἠρδαλωμένος βρομερός, ρυπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρδαλος «μόλυσμα», «μουρντάρης», «ευτελής, τυχαίος» < άρδα] … Dictionary of Greek
βορβορώδης — βορβορώδης, ες (Α) 1. γεμάτος βόρβορο, λάσπη 2. βρομερός, ανήθικος … Dictionary of Greek
βρομιάρης — ιάρα, ιάρικο [βρομιά] 1. ακάθαρτος, λερωμένος 2. βρομερός, ανήθικος … Dictionary of Greek
βρομύλος — ο βρομερός, επιρρεπής σε βρόμικες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμα + (παραγ. κατάλ.) ύλος, ενώ κατ άλλους σχηματίστηκε στους αρχαίους χρόνους αναλογικά προς τα επίθ. σε ύλος (πρβλ. δριμύλος, ηδύλος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… … Dictionary of Greek
βρόμιος — (I) α, ο [βρόμος (II)] βρόμικος, βρομερός. (II) βρόμιος, α, ον (Α) 1. ηχηρός, θορυβώδης 2. διονυσιακός, βακχικός 3. ως ουσ. Βρόμιος, ο επωνυμία του Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμος (III) *. Το επίθ. βρόμιος χρησιμοποιήθηκε από τον Πίνδαρο για να… … Dictionary of Greek